μούρα

μούρα
(I)
η
ξύλινη ή σιδερένια δοκός η οποία προβάλλει έξω από τις πλευρές τού πλοίου και χρησιμεύει για τη διάβαση και ένταση τών προπόδων τού ακάτιου ιστού.
————————
(II)
και αμούρα, η
ο καρπός τής μουριάς, το μούρο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ντε Μούρα, Φραντσέσκο — (Francesco de Mura, 1696 – 1784). Ιταλός ζωγράφος. Τα σπουδαιότερα έργα του είναι μεγάλες τοιχογραφίες που βρίσκονται στις εκκλησίες του Αγίου Σεβερίνο και του Αγίου Σώσιου στη Νάπολη (1742). Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζει ιδιομορφία στην… …   Dictionary of Greek

  • κουτσομούρα — Κοινή ονομασία του περκόμορφου ψαριού Mullus barbatus της οικογένειας των μουλιδών ή μυλιδών. Πρόκειται για είδος μπαρμπουνιού, με σώμα πλευρικά πεπιεσμένο, μήκους έως 30 εκ., και κοντό κεφάλι, το οποίο φέρει ένα ζευγάρι μακριών μυστάκων κάτω από …   Dictionary of Greek

  • ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… …   Dictionary of Greek

  • βακίνιο — Χαμηλός θάμνος της οικογένειας των ερεικιδών, ύψους έως 40 εκ. με αραιούς πράσινους, γωνιώδεις, λεπτούς βλαστούς. Τα φύλλα του είναι ωοειδή, οξύληκτα, μεμβρανώδη, πυκνά, οδοντωτά. Τα άνθη κρέμονται από τη μασχάλη των φύλλων, έχουν χρώμα λευκό ή… …   Dictionary of Greek

  • Σλοβενία — Κράτος της Κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Αυστρία, στα ΒΑ με την Ουγγαρία, στα Δ με την Ιταλία, και στα Ν ΝΔ με την Κροατία.Η Σλοβενία είναι μια χώρα λίγο μικρότερη σε έκταση από την Πελοπόννησο. Βρίσκεται στο βόρειο άκρο της… …   Dictionary of Greek

  • ασκημομούρης — και ασχημο , μούρα, μούρικο αυτός που έχει άσχημο πρόσωπο …   Dictionary of Greek

  • κοριός — Κοινή ονομασία ετεροπτέρων εντόμων της τάξης των ημιπτέρων. Πρόκειται για αιμοφάγα παράσιτα των θηλαστικών –συμπεριλαμβανομένου και του ανθρώπου– και ορισμένων πτηνών. Το σώμα τους είναι μικρό και πεπλατυσμένο, ενώ απουσιάζουν τα μάτια και πολλές …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • κυανιδίνη — η χημ. κοινή ονομασία μιας ανθοκυανιδίνης, χρωστικής ύλης που απαντά στα κόκκινα τριαντάφυλλα, στα άνθη τού κυάνου, στα δαμάσκηνα και στα μούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. cyanidin < cyan (< κυανός) + idin] …   Dictionary of Greek

  • κόντρα — (Μ κόντρα) επίρρ. 1. αντίθετα, εναντίον («έχουμε κόντρα τον ήλιο») 2. αντίξοα, ανάποδα, στραβά («μού έρχονται όλα κόντρα») 3. φρ. «πηγαίνω κόντρα σε κάποιον» εναντιώνομαι, αντιστρατεύομαι κάποιον νεοελλ. 1. (ως ουδ. ή θηλ. ουσ.) το κόντρα και η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”